- ελευσινιακός, -ή
- -ό ο ελευσίνιος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελευσινιακός — ή, ό (Α ἐλευσινιακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελευσίνα αρχ. (για ψάρια) αυτός που ζει στον Κόλπο τής Ελευσίνας … Dictionary of Greek
ελευσίνιος -α, -ο — 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελευσίνα, που γίνεται σ αυτή ή προέρχεται απ αυτή, ελευσινιακός. 2. το αρσ., Ελευσίνιος και θηλ. α ως κύρ. όν., ο κάτοικος της Ελευσίνας ή αυτός που κατάγεται από αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)